αναστολή

αναστολή
Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού κέντρου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, για παράδειγμα, η ενέργεια του πνευμονογαστρικού νεύρου αναστέλλει, δηλαδή επιβραδύνει, τον ρυθμό των καρδιακών συστολών. Σε αυτό τον μηχανισμό ανάγονται οι περιπτώσεις αιφνίδιων θανάτων που οφείλονται σε ισχυρά πλήγματα στην κοιλιακή χώρα: o βίαιος ερεθισμός του πνευμονογαστρικού νεύρου, το οποίο ενεργεί στα σπλάχνα, μπορεί να προκαλέσει τη διακοπή της καρδιακής λειτουργίας. Αργότερα, το φαινόμενο της α. άρχισε να αναφέρεται και στις νοητικές διαδικασίες: στην περίπτωση αυτή η ενέργεια ενός ορισμένου ψυχικού γεγονότος εμποδίζει άλλες νοητικές διαδικασίες να εμφανιστούν ή να φτάσουν στη συνείδηση. Περιπτώσεις α. μπορούμε να συναντήσουμε σε καταστάσεις ισχυρά συγκινησιακές: για παράδειγμα η συγκίνηση φόβου μπορεί να προκαλέσει το λεγόμενο διανοητικό κενό (α. σχηματισμού παραστάσεων) ή ακόμα την αδυναμία άρθρωσης οποιασδήποτε λέξης (α. του λόγου). Επικαλούμαστε διαδικασίες α. για να εξηγήσουμε φαινόμενα που συνδέονται με τα εξαρτημένα ανακλαστικά. Ο σχηματισμός ενός εξαρτημένου ανακλαστικού μπορεί να διακοπεί: π.χ. το ζώο μπορεί να τρομάξει ή να τραυματιστεί από τα δεσμά που το συγκρατούν και τότε η εκροή σάλιου θα σταματήσει και δεν θα παράγεται πια ως απάντηση στον ηχητικό ερεθισμό (α. απλή, εξωτερική). Ακόμα και η εξαφάνιση ενός ανακλαστικού που έχει ήδη αποκτηθεί αποδίδεται σε διαδικασία α. και όχι σε διαδικασία λήθης. Η ψυχαναλυτική σχολή αναγνωρίζει επίσης την ενεργητική λειτουργία των διαδικασιών α. Μιλάμε για α., όταν μια ενόρμηση ηθικά απαράδεκτη που προέρχεται από το Αυτό (π.χ. μια ενόρμηση ανθρωποκτονίας) θα επικριθεί από το Υπερεγώ και θα μετατεθεί χωρίς να πραγματοποιηθεί ή να γίνει ποτέ συνειδητή. (Νομ.)Στο ποινικό δίκαιο είναι όρος που αναφέρεται πρώτα στην ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστικό συμβούλιο ή στο δικαστήριο να αναστείλει για αόριστο χρονικό διάστημα την ποινική δίωξη που έχει ήδη αρχίσει (διαφορετικά γίνεται λόγος για αναβολή) και την ευχέρεια αυτή διαθέτει ο εισαγγελέας στις περιπτώσεις που αναφέρει το άρθρο 44 ΚΠΔ, εάν και εφόσον εκτελείται ήδη από τον κατηγορούμενο άλλη βαρύτερη ποινή. Η α. δεν θίγει τα δικαιώματα των παθόντων, που μπορούν να προσφύγουν στα πολιτικά δικαστήρια. Ο όρος α. αναφέρεται κατά δεύτερον στη μη εκτέλεση της ποινής, όταν αυτή έχει καταγνωστεί, αλλά το δικαστήριο κρίνει, στην ίδια την καταδικαστική απόφαση, ότι συντρέχουν σοβαροί λόγοι (άρθρο 100 ΠΚ) αναστολής εκτέλεσης της ποινής. Η ευχέρεια αυτή δίνεται στο δικαστήριο όταν πρόκειται για πρόσωπο που δεν έχει προηγουμένως καταδικαστεί σε ποινή στερητική της ελευθερίας και η ποινή που έχει καταγνωστεί για το συγκεκριμένο αδίκημα δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Ο χρόνος κατά τον οποίο αναστέλλεται η εκτέλεση δεν μπορεί να είναι μικρότερος των τριών μηνών ούτε μεγαλύτερος των πέντε ετών. Το δικαστήριο έχει την ευχέρεια να εξαρτήσει την α. από την από μέρους αυτού που καταδικάστηκε πληρωμή των δικαστικών εξόδων και από την αποζημίωση προς το άτομο που έχει ζημιωθεί. Ανάκληση ή άρση της α. απαγγέλλεται σε ορισμένες περιπτώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 101 και 102 του ΠΚ. Όταν, τέλος, δεν αρθεί η α., θεωρείται ότι η ποινή ουδέποτε απαγγέλθηκε. O όρος α. χρησιμοποιείται και σε άλλους κλάδους του δικαίου, όπως στην περίπτωση της αίτησης ακύρωσης των πράξεων της διοίκησης από το Συμβούλιο Επικρατείας, σε διάφορες περιπτώσεις της διαδικασίας της πολιτικής δίκης, των ένδικων μέσων της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και στο ουσιαστικό αστικό δίκαιο: α. παραγραφής, α. χρησικτησίας κλπ.
* * *
η (Α ἀναστολή) [αναστέλλω]
νεοελλ.
1. δισταγμός, συγκράτηση
2. διακοπή, σταμάτημα
3. αναβολή, παράταση προθεσμίας
αρχ.
1. έλξη προς τα πίσω
2.περιορισμός, αναχαίτιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναστολῇ — ἀναστολή putting back fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστολή — putting back fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναστολή — η 1. αναχαίτιση: Η χώρα πέτυχε την αναστολή της οικονομικής διείσδυσης των πολυεθνικών εταιρειών. 2. ελάττωση, περιορισμός: Γίνεται αγώνας για την αναστολή του πληθωρισμού. 3. διακοπή: Η επιχείρηση έκαμε αναστολή πληρωμών. 4. αναβολή: Ο δικηγόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναστολῆς — ἀναστολή putting back fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστολήν — ἀναστολή putting back fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Σατουρνάλια — Γιορτή του ρωμαϊκού ημερολογίου που συνέπιπτε με τη 17η Δεκεμβρίου. Την ημέρα εκείνη τελούνταν θυσία στον Κρόνο (Saturnus), τον επώνυμο θεό της γιορτής, σ’ ένα ναό του που βρισκόταν στο Φόρουμ. Η εορταστική περίοδος κρατούσε τρεις ημέρες: τότε… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοστάσιο — Μέτρο που επιβάλλεται με ειδικό νόμο σε έκτακτες περιστάσεις. Πρόκειται για την προσωρινή αναστολή του έργου της δικαιοσύνης· με το δ. εμποδίζεται η επιδίωξη των ληξιπρόθεσμων αξιώσεων και παράλληλα αναστέλλεται η παραγραφή τους. * * * το η… …   Dictionary of Greek

  • μορατόριο — και μορατόριουμ, το 1. συμφωνία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή κράτη για προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα επιδείνωναν τις μεταξύ τους σχέσεις 2. (νομ.) δικαιοστάσιο 3. προσωρινή απαγόρευση τής χρήσης ή τής παραγωγής ενός προϊόντος 4. (γενικά)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”